- περ
- (I)Α(εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι («Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης», Ομ. Ιλ.)II. (συν. με τη μτχ. ὤν και ως εναντιωματικό) παρ' όλο που, αν και, μολονότι («γενναῑός περ ὤν», Σοφ.)III. (για εμφαντικότερη διαβεβαίωση ή υπογράμμιση όρου που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη πρόταση) α) αφού τα πράγματα έχουν έτσιβ) τουλάχιστον, πάντωςIV. (με συνδ. και αναφ. λέξεις συνήθως τούς προσδίδει βεβαιωτική χροιά) α) (με υποθ. σύνδ.) είπερi) αν πράγματιii) και αν ακόμηiii) εάν δηλαδήβ) (με χρον. σύνδ.) i) ὅτε περόταν ακριβώςii)) πρίν περπριν ακόμηγ) (με αιτιολ. σύνδ.) ἐπείπερ,, ἐπειδήπερ, δι' ὅτι περακριβώς εξαιτίας τού ότι, ακριβώς διότιδ) (με αναφ. λ.) i) ὅσπερο οποίος ακριβώςii) οἷός περτέτοιος ακριβώςiii) ὅσοσπερόσος ακριβώςiv) ἔνθαπερεκεί ακριβώςν) οὗπερόπου ακριβώςvi) ἧπερόπως ακριβώςε) (με το διαζευκτικό ἤ ή ἠέ), ἤπερ, ἠέπερή ακόμηστ) (με το καὶ) καίπεραν και, μολονότι.[ΕΤΥΜΟΛ. Εγκλιτικό μόριο που αντιστοιχεί πιθ. με το λατ. -per (πρβλ. λατ. nu-per, sem-per, paulis-per) και ανάγεται στον ίδιο ΙΕ τ. *per με τα: πέρα*, παρά*, περί*, προ*].————————(II)Α(πρόθεση) (αιολ. τ.) βλ. περί.
Dictionary of Greek. 2013.